“Δεν ακούς αυτό που λέω”. “Συνεχώς με διακόπτεις”. “Λες άσχετα ή/και αλλάζεις το θέμα, το πας αλλού”. “Όχι, δεν έγινε έτσι. Αλλιώς έγιναν τα πράγματα και δεν τα βλέπεις σωστά”. “Δεν προσπαθείς να καταλάβεις αυτό που σου λέω”. “Πάψε να φωνάζεις και άκουσέ με λίγο”. “Ωχ, όλο εγώ φταίω! Εσύ ποτέ”. “Καλά…εντάξει…ό,τι να ‘ναι”. “Είσαι με τα καλά σου;”.
Αυτά είναι λίγα από αυτά που λέμε όταν μπαίνουμε σε καυγά. Όταν μας λέει ο άλλος τι κάναμε στραβά, ή τι τον πλήγωσε/πείραξε, ή όταν προσπαθούμε να βρούμε το δίκιο μας για το στραβό που μας έκανε εκείνος/η. Στην πραγματικότητα ο καυγάς είναι μια προσπάθεια να συνεννοηθούμε για κάτι που έγινε μεταξύ μας και αυτό από μόνο του είναι θετικό. Ενέχει ελπίδα για ένα καλύτερο αποτέλεσμα, για να “τα βρούμε”. Το πρόβλημα δημιουργείται όταν τα συναισθήματα που γεννιούνται κατά την προσπάθεια αυτή είναι πολύ έντονα και μη διαχειρίσιμα και τότε παύουμε να ακούμε αλλά και να μιλάμε σωστά.
Όλοι οι άνθρωποι καυγαδίζουν. Όλοι γίνονται αμυντικοί όταν τους απευθύνουν κατηγορίες και πολλοί άνθρωποι γίνονται επιθετικοί, ή παθητικά επιθετικοί, όταν νιώθουν αδικημένοι. Υπάρχουν και οι άνθρωποι που απλώς δεν μιλάνε, αλλά και αυτό κάποια στιγμή βγαίνει προς τα έξω με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, θετικά ή αρνητικά. Επομένως είναι σημαντικό να έχουμε μία οπτική στο πώς να ακούμε τον άλλον όταν μας απευθύνει κατηγορίες, αλλά και στο πώς να τις απευθύνουμε εμείς, ή ακόμη καλύτερα, πώς να εκφράζουμε αυτό που μας ενοχλεί, χωρίς να κατηγορούμε. Σε προηγούμενο άρθρο, περιέγραψα την συνθήκη όπου ο άλλος/σύντροφος/φίλος/παιδί μου λέει τι του συνέβη, πώς το είδε εκείνος, τι κατάλαβε, πώς βίωσε κάτι, ως την επίσκεψη σε μια γειτονιά του κόσμου του. Σε αυτή την γειτονιά ζουν διάφοροι χαρακτήρες του κόσμου του συνομιλητή μου. Όσο εγώ δεν είμαι ένας από αυτούς τους χαρακτήρες, δεν έχω λόγο να φέρω αντιρρήσεις στην περιγραφή του. Όταν όμως είμαι ένας από τους βασικούς χαρακτήρες, όταν δηλαδή μου μιλάει για μια εμπειρία που ζήσαμε ή ζούμε μαζί, τότε δυσκολεύουν τα πράματα και εκεί υπάρχει ο κίνδυνος του καυγά. Ο λόγος είναι ότι, αν ο τρόπος που βίωσε αυτή την εμπειρία διαφέρει από τον δικό μου, θα έχω σίγουρα ενστάσεις, διορθώσεις και συναισθήματα ως προς αυτά που ακούω, που θα μου είναι δύσκολο να τα παραμερίσω καθώς θα τον ακούω.
Πώς να ακούσω όταν είμαι χαρακτήρας στη γειτονιά του άλλου;
Είναι σημαντικό να διαχωρίσω στο μυαλό μου πως την στιγμή που μιλάμε, μιλάμε για την γειτονιά του συνομιλητή μου, όχι για την δική μου. Στην δική μου είναι πολύ πιθανόν το ίδιο γεγονός που βιώσαμε μαζί να έχει άλλη εικόνα, άλλη χροιά, άλλη ερμηνεία, άλλα συναισθήματα. Είμαστε διαφορετικοί άνθρωποι και επομένως, ακόμη κι αν μιλάμε για το ίδιο γεγονός, ουσιαστικά μιλάμε για δύο διαφορετικούς κόσμους.
Αν μπορώ να ακούσω τον συνομιλητή μου με τον τρόπο που περιέγραψα στα προηγούμενα άρθρα «Πώς δημιουργούμε εγγύτητα – τι σημαίνει ακούω» και «Πώς ακούμε – η τέχνη του να ακούς», θα δώσω και στους δυο μας την ευκαιρία να καταλάβουμε πώς το είδε και πώς το βίωσε εκείνος. Μετά θα είναι η σειρά μου να μιλήσω για την δική μου γειτονιά και να με ακούσει εκείνος.
Τα πράγματα γίνονται πιο απλά έτσι για ένα ζευγάρι -και σε οποιαδήποτε σχέση- ειδικά όταν υπάρχει αντιδικία και η επίσκεψη στην κάθε γειτονιά μπορεί να μας φέρει σε καυγά.
Δεν μπορώ να ακούσω όταν είμαι σε άμυνα. Αλλά ούτε και να μιλήσω σωστά.
Όταν είμαστε σε καυγά, είμαστε σε κατάσταση άμυνας και δεν μπορούμε να ακούσουμε σωστά. Τα δικά μας συναισθήματα έχουν προτεραιότητα, γιατί νιώθουμε πως βρισκόμαστε σε κίνδυνο. Τότε μπαίνουμε σε κατάσταση αυτοπροστασίας. Η καρδιά μας είναι κλειστή, οι μύες μας σφιχτοί, είμαστε σωματικά και ψυχολογικά δύσκαμπτοι, το σώμα αντιδράει μπροστά στον κίνδυνο και εκκρίνει αδρεναλίνη και κορτιζόλη, όλο το σύστημά μας μπαίνει σε κατάσταση μάχης ή φυγής και το αποτέλεσμα είναι ο εγκέφαλός μας να μην μπορεί να επεξεργαστεί σωστά και νηφάλια τα ερεθίσματα που λαμβάνουμε από τον συνομιλητή μας. Χρήσιμο είναι να θυμόμαστε σε αυτές τις περιπτώσεις πως, όταν ο συνομιλητής μας μιλάει για εμάς στην δική του γειτονιά, μιλάει για έναν δικό του χαρακτήρα, δηλαδή για εμάς σύμφωνα με το πώς μας βιώνει εκείνος. Για παράδειγμα, ακόμη κι αν ο Γιώργος μιλάει για την Μαρία στην γειτονιά του, αυτή η Μαρία είναι χρωματισμένη από τα βιώματά του, από τις προβολές του, από όλα αυτά που δίκαια ή άδικα της προσάπτει. Μιλάει για την Μαρία όπως ο ίδιος την βιώνει, όχι όπως «είναι» η Μαρία. Αν αυτό το θυμούνται και η Μαρία και ο Γιώργος, τότε δεν υπάρχει λόγος να μπουν και οι δύο σε κατάσταση αυτοπροστασίας. Μπορούν να αφήσουν τις άμυνές τους στην άκρη και να έρθουν κοντά ο ένας στον άλλον, καθώς μιλούν και οι δύο για τις γειτονιές τους.
Είναι σημαντικό και χρήσιμο, λοιπόν, να θυμάμαι, όταν μαλώνω με τον/την σύντροφό μου, πως η εικόνα που ζωγραφίζει για μένα δεν απεικονίζει απαραίτητα αυτή που πραγματικά είμαι. Με μια τέτοια προσέγγιση, μπορώ να αφήσω να ξετυλιχτεί το βίωμα του συντρόφου μου καθώς μου το περιγράφει, να το ακούσω, να σταθώ δίπλα του με ανοιχτό μυαλό και ανοιχτή καρδιά και μετά με την σειρά μου να τον βοηθήσω να δει ποια εγώ θεωρώ ότι είμαι, βάσει του πώς το βιώνω εγώ η ίδια. Η αλήθεια θα είναι μάλλον κάπου στη μέση. Αν μπορούμε να την επεξεργαστούμε μαζί, θα συναντηθούμε σε έναν κοινό δρόμο αμοιβαίας ανακάλυψης και αλληλοκατανόησης, που θα μας επιτρέψει να έρθουμε κοντά. Στον δρόμο αυτόν μπορεί να καταλάβουμε και να μάθουμε και κάτι για τον εαυτό μας, που ίσως να χρειάζεται προσωπική δουλειά, ώστε να γίνουμε καλύτεροι ως άνθρωποι και ως σύντροφοι. Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα των ζευγαριών είναι ότι μπαίνουν σε έναν αγώνα για το ποιος έχει δίκιο και, βέβαια, ποιος έχει άδικο. Παλεύουν να δείξουν πως ο άλλος έχει άδικο. Πως «δεν το βλέπει σωστά». Αυτός είναι ένας αγώνας στον οποίο και οι δύο θα βγουν χαμένοι. Αν κάποιος είναι ο «στραβός» της υπόθεσης, τότε είναι χαμένος. Αλλά και ο «σωστός» χαμένος είναι, αφού αντί να έρθει κοντά στον σύντροφό του, δημιουργεί απόσταση με το να επιτίθεται ή να τον μειώνει. Η δε απόσταση σκοτώνει την αγάπη. Στην πραγματικότητα, εκτός κι αν είναι κάτι πασιφανές (όπως η κακοποίηση), κανείς δεν έχει άδικο και κανείς δεν έχει δίκιο. Ο καθένας έχει την δική του οπτική, βάσει του δικού του χαρακτήρα και της δικής του προϊστορίας στις σχέσεις. Αν μπορούμε να δούμε την οπτική του συντρόφου μας, διατηρώντας παράλληλα και την δική μας, και συζητώντας ανοιχτόκαρδα και με αμοιβαία εμπιστοσύνη και τις δυο οπτικές, τότε είμαστε στον δρόμο προς μια υγιή σχέση.
Εν κατακλείδι
Αν πρέπει να κρατήσει κανείς κάτι από όλα αυτά, είναι να θυμάται ότι, ενώ είναι υπεύθυνος για το δικό του βίωμα και την συμπεριφορά του, δεν είναι υπεύθυνος για το βίωμα και την συμπεριφορά του συντρόφου του∙ επομένως, μπορούμε μέσα στη σχέση, με συνεννόηση και αμοιβαία προσπάθεια, να διαμορφώσουμε μια νέα στάση απέναντι στις δυσκολίες και τον τρόπο με τον οποίο αυτές συζητιούνται, ώστε να καλλιεργήσουμε την εγγύτητα και να μειώσουμε την απόσταση. Με αυτόν τον τρόπο, κάθε δυσκολία ή ασυμφωνία είναι μια ευκαιρία να δείξουμε και να χτίσουμε την αγάπη μεταξύ μας.
Εικόνα του έργου “Fishing in Spring”, the Pont de Clichy (Asnières) (1887) του Vincent Van Gogh. Free public domain Creative Commons Licence εικόνα από rawpixel.com.