Πώς επικοινωνούμε μεταξύ μας; Τι καλούμαστε να κάνουμε ώστε να εμβαθύνουμε την σχέση μας, να νιώσουμε κοντά και συνδεδεμένοι; Τι θέλουμε να δώσουμε στον σύντροφό μας και στα παιδιά μας;
Η συνδημιουργία της επικοινωνίας
Το τι θα μου πει ο συνομιλητής μου και πώς θα μου μιλήσει εξαρτάται από το πώς τον ακούω. Ο ομιλητής επηρεάζει τον ακροατή και ο ακροατής τον ομιλητή. Επομένως, χτίζουμε μαζί την ιστορία, την συνδημιουργούμε, καθώς μιλάμε. Αν ο συνομιλητής μου νιώσει ότι δεν θα μπορέσω να αντέξω/ακούσω (για οποιονδήποτε λόγο) κάτι που θέλει να μοιραστεί, τότε θα σταματήσει εκεί ή θα αφήσει κάποια στοιχεία έξω από την αφήγησή του. Ως ακροατής λοιπόν, μπαίνω σε αυτή την συνθήκη, επισκέπτομαι αυτή την γειτονιά του, με συγκεκριμένες ποιότητες στην συμπεριφορά μου απέναντί του που θα τον βοηθήσουν να μου μιλήσει για την γειτονιά του και να επεκταθεί παίρνοντάς με μαζί του. Κάποιες από αυτές είναι οι εξής:
Τι κάνω όταν ακούω
Διατηρώ την περιέργειά μου και το ενδιαφέρον μου
Χωρίς την δική μου περιέργεια, ο ομιλητής γρήγορα θα σταματήσει να περιγράφει την γειτονιά του. Είναι σαν να πηγαίνουμε στην Ρώμη για πρώτη φορά. Ο συνομιλητής μου έχει περιέργεια να πάμε στα στενά να περπατήσουμε, να δούμε τις γειτονιές, ενώ εγώ θέλω να κάτσω στο ξενοδοχείο. Δεν μπορούμε να προχωρήσουμε μαζί. Δεν υπάρχει επαφή. Αν δεν διατηρήσω την περιέργειά μου για αυτά που ακούω είναι πολύ πιθανόν ο συνομιλητής μου να σταματήσει να μιλάει, αφού δείχνω να θέλω να γυρίσω στο ξενοδοχείο, αντί να τον ακολουθήσω εκεί όπου θέλει να με πάει. Είναι σημαντικό λοιπόν να δείχνω ενδιαφέρον για αυτά που ακούω. Όχι φτιαχτό ενδιαφέρον. Αυτό γρήγορα θα το καταλάβει ο συνομιλητής μου. Καλούμαι να βρω ενδιαφέρον σε αυτά που ακούω, με φροντίδα προς τον συνομιλητή μου.
Αφουγκράζομαι
Δεν ακούω μόνο τις λέξεις. Προσέχω την γλώσσα του σώματος. Πώς κάθεται ο συνομιλητής μου με το σώμα του, πού είναι τα χέρια του και τι κάνει με αυτά. Πώς ακούγεται η φωνή του, ποια είναι η μελωδία που συνοδεύει τις λέξεις, τι δείχνουν τα μάτια του. Του ζητώ να μου πει για την γειτονιά του νιώθοντας αυτό που περιγράφει και προσπαθώ να τον νιώσω κι εγώ με όλες μου τις αισθήσεις. Προσπαθώ, δηλαδή, να νιώσω μέσα μου αυτό που νιώθει. Ανοίγω την καρδιά μου, καθώς ανοίγει την δική του και είμαι σε επαφή με τα συναισθήματα που δημιουργούνται μέσα μου ως αποτέλεσμα της έκφρασης των δικών του. Αλλιώς, αν ακούω μόνο τις λέξεις, η επαφή είναι εγκεφαλική. Όταν η επαφή είναι εγκεφαλική μόνο, χωρίς συναισθηματική σύνδεση, είναι ελλιπής. Αν το σκεφτούμε λίγο, συνήθως αυτό που λέμε είναι, «σε νιώθω κοντά μου». Κανείς δεν είπε ποτέ, «σε ακούω κοντά μου». Ερχόμαστε κοντά με το να μοιραζόμαστε βιώματα και σκέψεις συνοδευόμενα από συναισθήματα, στο εδώ και τώρα. Με αυτόν τον τρόπο δημιουργούμε βαθιά εγγύτητα μεταξύ μας.
Ρωτάω και διευκρινίζω
Μπορεί να κάνω ερωτήσεις για να καταλάβω καλύτερα. Ή να επαναλάβω αυτό που κατάλαβα με δικά μου λόγια. Οι δικές μου κουβέντες είναι λίγες. Μικρές προτάσεις που προτρέπουν σε διεύρυνση της εξερεύνησης της γειτονιάς. Αποφεύγω να κάνω ερωτήσεις που απαντώνται μονολεκτικά, γιατί αυτό κλείνει την εξερεύνηση. Αντ’ αυτού, κάνω ερωτήσεις που βοηθούν τον συνομιλητή μου να επεκταθεί, να ανοίξει το θέμα περαιτέρω.
Του ζητώ, αν γίνεται, να μου μιλάει και εκείνος με τρόπο που δεν με γεμίζει με πληροφορίες που δεν μπορώ να συγκρατήσω. Δεν γίνεται να πάω σε μια ξένη γειτονιά και να δω τα πάντα γρήγορα. Θέλει χρόνο για να μπορέσω να αφομοιώσω όλες τις πληροφορίες. Του θυμίζω πως για εκείνον, η γειτονιά είναι γνωστή. Για μένα, όμως, είναι εντελώς άγνωστη. Μπορεί να κάνω υποθέσεις για το τι του συμβαίνει σε αυτή την γειτονιά βάσει της γνώσης μου για μια αντίστοιχη γειτονιά στον δικό μου κόσμο. Καλό είναι να τις αφήσω στο πλάι, γιατί κάθε άνθρωπος είναι διαφορετικός και διαφορετικά βιώνει το ίδιο γεγονός. Μπορώ όμως, αντλώντας από την δική μου εμπειρία – χωρίς να μιλήσω για αυτήν ή χωρίς να μιλήσω εκτενώς για αυτήν – να ρωτήσω πώς είναι για εκείνον.
Σιωπώ αφήνοντας χώρο
Η σιωπή έχει και αυτή την θέση της στην επικοινωνία. Δεν είναι απαραίτητο να γεμίζουμε κάθε σιωπή με λέξεις, λόγω αμηχανίας, για παράδειγμα. Η σιωπή είναι ώρα για επεξεργασία και αφομοίωση αυτών που ακούμε. Είναι επίσης ένας τρόπος να δώσω χώρο στον συνομιλητή μου να πει περισσότερα, όταν νιώθω πως την ώρα που μου μιλάει προσπαθεί να επεξεργαστεί το σημείο στο οποίο μόλις έφτασε. Του επιτρέπω να σκεφτεί, να έρθει σε επαφή με τον εσωτερικό του κόσμο, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του και να τα επικοινωνήσει.
Ο στόχος μου ως ακροατή είναι να τον βοηθήσω να επεξεργαστεί την γειτονιά του μαζί μου. Συγχρόνως, να του δείξω πως είμαι εκεί μαζί του. Μπορεί να ακούω, αλλά να μην λέω τίποτα. Ίσως όντως να ακούω, παρόλο που δεν λέω τίποτα, αλλά εκείνος δεν θα το ξέρει. Καλούμαι, λοιπόν, να του το δείξω, για να ξέρει πως είμαι μαζί του και τον ακολουθώ, είτε με λέξεις, είτε με την γλώσσα του σώματος. Επομένως η σιωπή έχει τη θέση και τον χρόνο της στο κατάλληλο σημείο της κουβέντας και μόνο αν αφουγκράζομαι μπορώ να καταλάβω πότε είναι ώρα να σιωπήσω και πότε να μιλήσω για να δείξω πως είμαι εκεί.
Η σχέση με τα παιδιά μας
Τα παραπάνω ισχύουν για όλα τα είδη των προσωπικών σχέσεων συμπεριλαμβανομένων των σχέσεων με τα παιδιά μας. Είναι πολύ σημαντικό να δίνουμε χώρο στα παιδιά να μιλάνε για αυτό που έχουν μέσα τους, να τα βοηθάμε να εκφράσουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους και να τα επεξεργαστούν μαζί μας. Με αυτό τον τρόπο τους δίνουμε το δικαίωμα να τα έχουν, τους δίνουμε να καταλάβουν πως αυτά έχουν θέση μέσα στις σχέσεις τους και πως αυτός είναι ο τρόπος να δημιουργήσουν σύνδεση και επαφή με τους ανθρώπους που αγαπούν. Αυτό είναι μάθημα για τα παιδιά. Έτσι δημιουργούμε τις βάσεις ώστε μεγαλώνοντας να μπορέσουν να βρουν έναν σύντροφο που θα τους ακούει, θα τους προσέχει και θα τους φροντίζει και θα κάνουν κι εκείνα το ίδιο. Επιπλέον, θα μπορούν να αναγνωρίσουν πότε κάποιος σύντροφος δεν είναι καλός για εκείνα ώστε να κάνουν σωστές επιλογές.
Εικόνα του έργου “De_brug_bij_Courbevoi” του Βίνσεντ Βαν Γκόγκ, από Wikimedia Commons, Public domain.